- χρεοκόπος
- οαυτός που κήρυξε χρεοκοπία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χρεοκόπος — ο, ΝΜΑ βλ. χρεωκόπος … Dictionary of Greek
χρεωκόπος — και χρεοκόπος, ο, ΝΜΑ νεοελλ. 1. πρόσωπο που αδυνατεί να πληρώσει τα χρέη του, που κήρυξε χρεωκοπία 2. μτφ. άτομο αποτυχημένο και αναξιόπιστο μσν. αρχ. άσωτος, σπάταλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρέος* / χρέως + κόπος (< κόπος < κόπτω), πρβλ. ξυλο… … Dictionary of Greek
μουφλούζης, -α, -ικο — (λ. τουρκ.), αυτός που έχασε την περιουσία του, ο χρεοκόπος: Είναι μουφλούζης και ζητάει δανεικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χρεοκοπώ — χρεοκόπησα, χρεοκοπημένος 1. αρνούμαι να πληρώσω τα χρέη μου, πτωχεύω, γίνομαι χρεοκόπος: Όλα φαίνονταν καλά στην αρχή, μα στο τέλος χρεοκόπησε. 2. αποτυχαίνω, παύω να ισχύω, ξεπέφτω ηθικά: Είναι ένας χρεοκοπημένος πολιτευτής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)